Greek Meaning of rifling
σπειρώματα κάννης
Other Greek words related to σπειρώματα κάννης
- χτένισμα
- σάρωση
- αναζήτηση
- εκβάθυνση
- εξετάζω
- εξερεύνηση
- εύρημα
- επιθεωρώντας
- ερευνώντας
- εντοπισμός
- σάρωμα
- λεηλασία
- ψάχνω
- καθαρισμός
- τοπογραφία.
- τρολάρισμα
- (σκάψιμο) μέσα από
- κυνήγι (μέσω)
- ταξινόμηση (μέσω)
- διαπιστώνοντας
- Ελεγκτική
- Περιήγηση
- διακρίνοντας
- ανίχνευση
- υπισχνόμενος
- ανακαλύπτω
- έλεγχος
- αποκτώντας
- μάθηση
- επιθεώρηση
- διερεύνηση
- εξεταστικός
- αψιμαχία
- σπουδάζει
- έλεγχος (out)
- εντοπίζω (έξω)
- ανακαλύπτοντας
- ματιά
- γύρω γύρω
- χτύπημα
- κοιτάζοντας πάνω από
- χάιδεμα
- τσιμπώντας (γύρω)
- προοπτική
- αναθεώρηση
- τρέχω προς τα κάτω
- εκβιασμός
- Κατασκοπεία
- Παρακολούθηση (down)
Nearest Words of rifling
Definitions and Meaning of rifling in English
rifling (n)
the cutting of spiral grooves on the inside of the barrel of a firearm
rifling (p. pr. & vb. n.)
of Rifle
rifling (n.)
The act or process of making the grooves in a rifled cannon or gun barrel.
The system of grooves in a rifled gun barrel or cannon.
FAQs About the word rifling
σπειρώματα κάννης
the cutting of spiral grooves on the inside of the barrel of a firearmof Rifle, The act or process of making the grooves in a rifled cannon or gun barrel., The
χτένισμα,σάρωση,αναζήτηση,εκβάθυνση,εξετάζω,εξερεύνηση,εύρημα,επιθεωρώντας,ερευνώντας,εντοπισμός
κρύβοντας,Χάνοντας,αγνοώντας,Εγκατάλειψη
rifler => τουφεκιοφόρος, rifleman bird => Κυνηγόπτιλο, rifleman => Σκοπευτής, rifled => αυλακωμένο, riflebird => Πουλί του τουφεκιού,