Greek Meaning of curtailments

περικοπές

Other Greek words related to περικοπές

Definitions and Meaning of curtailments in English

curtailments

the act of curtailing

FAQs About the word curtailments

περικοπές

the act of curtailing

συντομογραφίες,συντομογραφίες,συνόψεις,συλλογές,επιτομές,συμπυκνώσεις,αποθέματα,λίπη,περίληψη,βρεβιάρια

ενισχύσεις,διευρύνσεις,επεκτάσεις,προσθήκη,συμπληρώματα,συμπληρώματα

curtailing => περικοπή, curtailed => περικομμένος, cursing => βρισιά, curses => κατάρα, cursedness => κατάρα,