Greek Meaning of curried favor

Επιείκεια

Other Greek words related to Επιείκεια

Definitions and Meaning of curried favor in English

curried favor

to seek to gain favor by flattery or attention

FAQs About the word curried favor

Επιείκεια

to seek to gain favor by flattery or attention

Λουστραρισμένος με μήλο,υποτακτικός,σάλιος,κολακευμένος,αναστατωμένος,Υποκλίθηκε,ρουφηξε (πάνω),Κολακευτικός,έσκυψε,έτρεχε από πίσω της

εξετάζω,περιφρονημένος,περιφρονω,περιφρονημένος,αψήφησε,κορόιδευε,κορόιδεψε,κορόιδευε,τόλμησε,έκανε πλάκα

curried => κάρυ (káry), curricles => προγράμματα σπουδών, curricle => Κούρικλ, currents => ρεύματα, currencies => νομίσματα,