Greek Meaning of pled (to)

υποσχέθηκε (σε)

Other Greek words related to υποσχέθηκε (σε)

Definitions and Meaning of pled (to) in English

pled (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word pled (to)

υποσχέθηκε (σε)

άσκησε έφεση (προς),ικετεύω,προσκλήθηκε,ρώτησε,ικέτευσε,πολιορκημένος,παρακάλεσε,προσκληθεί,ανακαλούμενο,ικέτευσε

υπαινίχθηκε,σιωπηρός,υπαινικτικός,υποχρεωμένος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,προτινόμενος,ηρεμημένος,παρηγορημένος,ικανοποιημένος

pled (for) => τάχθηκε υπέρ (κάτι), plebeians => πληβείοι, pleats => Πτυχές, pleated => πτυχωτός, pleasures => Απολαύσεις,