Greek Meaning of intimated

υπαινικτικός

Other Greek words related to υπαινικτικός

Definitions and Meaning of intimated in English

Webster

intimated (imp. & p. p.)

of Intimate

FAQs About the word intimated

υπαινικτικός

of Intimate

υπαινίχθηκε,insinuated,προτινόμενος,εξαγόμενο,ερμηνευμένη,υποτιθέμενος,απροειδοποίητος,μη δηλωμένο,ανείπωτο,ανείπωτη

φαινομενικός,εμφανής,σαφής,εκφράζω,φανερός,προφανής,δηλωμένο,εκφράστηκαν,απλός,ομιλούμενος

intimacy => οικειότητα, intifadah => Ιντιφάντα, intifada => intifada, intice => δελεάζω, inti => ίντι,