Greek Meaning of bludged

σκοτώθηκε με ρόπαλο

Other Greek words related to σκοτώθηκε με ρόπαλο

Definitions and Meaning of bludged in English

bludged

sponge sense 2, to avoid work or responsibility, sponge sense 3

FAQs About the word bludged

σκοτώθηκε με ρόπαλο

sponge sense 2, to avoid work or responsibility, sponge sense 3

άσκησε έφεση (προς),ικετεύω,ζητιανεύω,ανακαλούμενο,εμμενής,ικέτευσε,Αναφορά,ικετεύω,Παρακαλώ (κάποιον),υποσχέθηκε (σε)

υπαινίχθηκε,σιωπηρός,υπαινικτικός,υποχρεωμένος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,προτινόμενος,ηρεμημένος,παρηγορημένος,ικανοποιημένος

bludge => ψήγματα, blubbing => λυγίζοντας, blubbed => κλαίω δυνατά, blowups => Εκρήξεις, blows smoke => καπνίζει,