Greek Meaning of bludging

τεμπελιά

Other Greek words related to τεμπελιά

Definitions and Meaning of bludging in English

bludging

sponge sense 2, to avoid work or responsibility, sponge sense 3

FAQs About the word bludging

τεμπελιά

sponge sense 2, to avoid work or responsibility, sponge sense 3

ελκυστικό (σε),επαιτεία,επαιτεία,εξορκισμός,ικετεύω,ικετευτικός,ζητιανιά,αίτηση,ικετευτικός (προς),προσευχή

υπονοούμενες,υπονοώντας,υπονοώντας,υποδηλώνοντας,ηρεμιστικό,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός,ικανοποιητικός,προθυμος,κατευναστικός

bludgeons => Ρόπαλα, bludgeoning => ξυλοδαρμός, bludgeoned => ραβδίστηκε, bludged => σκοτώθηκε με ρόπαλο, bludge => ψήγματα,