Greek Meaning of appealing (to)

ελκυστικό (σε)

Other Greek words related to ελκυστικό (σε)

Definitions and Meaning of appealing (to) in English

appealing (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word appealing (to)

ελκυστικό (σε)

επαιτεία,καλώντας,επικαλούμενος,αίτηση,ικετευτικός (προς),ερώτημα,ικετευτικός,Πολιορκώντας,εξορκισμός,ικετεύω

ικανοποιητικός,υπονοούμενες,υπονοώντας,υπονοώντας,ευχάριστος,ικανοποιητικό,υποδηλώνοντας,ηρεμιστικό,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός

appealed (to) => άσκησε έφεση (προς), appeal (to) => έφεση (προς), apparitions => Φαντάσματα, apparels => Ρούχα, apparatchiks => κομματικοί υπάλληλοι,