Greek Meaning of appeal (to)

έφεση (προς)

Other Greek words related to έφεση (προς)

Definitions and Meaning of appeal (to) in English

appeal (to)

a British general election after a government measure has been defeated and parliament dissolved

FAQs About the word appeal (to)

έφεση (προς)

a British general election after a government measure has been defeated and parliament dissolved

ικετεύω,καλώ,αίτηση,ικετεύω,ρωτώ,ικετεύω,πολιορκώ,καλώ,επικαλούμαι,ικετεύω

υπόδειξη,υποδηλώνω,παρακαλω,ικανοποιώ,προτείνω,κατευνάζω,Άνεση,συμφιλιώνω,Κονσόλα,περιεχόμενο

apparitions => Φαντάσματα, apparels => Ρούχα, apparatchiks => κομματικοί υπάλληλοι, apparatchiki => μηχανισμός, app => Εφαρμογή,