Greek Meaning of plied (with)

(εφοδιασμένο(ς) (με))

Other Greek words related to (εφοδιασμένο(ς) (με))

Definitions and Meaning of plied (with) in English

plied (with)

to offer or give (something) to (someone) repeatedly or constantly

FAQs About the word plied (with)

(εφοδιασμένο(ς) (με))

to offer or give (something) to (someone) repeatedly or constantly

διοικείται,εκχωρημένος,κατανεμημένο,διανεμηθεί,διανεμήθηκε,διανεμημένος,διένεμε,παραδίδονται,μετρημένος (έξω),κατανεμημένος

κράτησε (πίσω),διατηρημένος (πίσω),κρατημένος,Διατηρημένα,κατεχόμενος,συντηρημένο,συντηρημένο,συντηρημένο,αποθηκευμένο

pliableness => ελαστικότητα, 'plex => πλέγμα, plex => Πλεξ, plethoras => πληθώρα , plentitudes => αφθονία,