FAQs About the word pleated

πτυχωτός

to fold or arrange in pleats, to arrange in pleats, a fold (as in cloth) made by doubling material over on itself, braid entry 1 sense 1, plait sense 2, a fold

πλεγμένο,υφαντός,πλεγμένο,διαμερισμένη,αλληλένδετος,Υφαντό,υφαίνω

No antonyms found.

pleasures => Απολαύσεις, pleasurableness => ευχάριστοτητα, pleases => ευχαριστώ, pleas => Παρακαλώ, pleading (to) => ικετευτικός (προς),