FAQs About the word creep in

σέρνεται μέσα

enter surreptitiously

No synonyms found.

No antonyms found.

creep feed => Συμπληρωματική τροφή, creep => μπουσουλώ, creel => Καλάθι, creek confederacy => Συνομοσπονδία Κρικ, creek bed => κοίτη ποταμού,