Greek Meaning of clock watcher

ρολογοκλέφτης

Other Greek words related to ρολογοκλέφτης

Definitions and Meaning of clock watcher in English

Wordnet

clock watcher (n)

a worker preoccupied with the arrival of quitting time

clock watcher

a person (such as a worker or student) who keeps close watch on the passage of time

FAQs About the word clock watcher

ρολογοκλέφτης

a worker preoccupied with the arrival of quitting timea person (such as a worker or student) who keeps close watch on the passage of time

ανιχνευτής,αναρριχητικό φυτό,βραδυκίνητος,οπισθοδρομικός,αργοπορημένος,αλήτης,προσομοιωτής,κωλοβάρελος,τεμπέλης,Αργός

δράστης,απατεώνας,Αυτοκινητούμενος,επιτυχημένος,τρώω,προχωρήστε,Φιλότιμος,Χάμερ,Γυμνό σύρμα,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

clock up => Επιτυγχάνω, clock tower => Πύργος του ρολογιού, clock time => Ώρα του ρολογιού, clock radio => Ραδιόφωνο με ξυπνητήρι, clock pendulum => Εκκρεμές ρολογιού,