FAQs About the word sloshing

τσίμπημα

slush sense 1, the slap or splash of liquid, to splash about in liquid, to flounder or splash through water, mud, or slush, to splash (a liquid) about or on som

κυματιστός,πιτσίλισμα,κοχλάζων,γουργούρισμα,λίπανση,χτυπώντας,κουβέντα,πιτσίλισμα

No antonyms found.

slopes => πλαγιές, sloops => σλοπ, slogs => δουλειά, slogging (through) => έντονος (μέσα από), slogging => σκίζω,