Greek Meaning of speed (up)

επιταχύνω

Other Greek words related to επιταχύνω

Definitions and Meaning of speed (up) in English

speed (up)

acceleration, an employer's demand for accelerated output without increased pay

FAQs About the word speed (up)

επιταχύνω

acceleration, an employer's demand for accelerated output without increased pay

επιταχύνω,σπρώχνω,βιασύνη,βοήθεια,δέσμη,οδήγηση,ενθαρρύνω,διευκολύνω,επιταχύνω,βιάσου

Φρένο,παρεμβάλλω (σε),Καθυστερημένος,αργά,σύλληψη,έλεγχος,επιβραδύνω,καθυστέρηση,Βαρύνω,καλάθι δώρων

speeches => ομιλίες, speech forms => Μορφές λόγου, speech form => Μορφή ομιλίας, sped (up) => (επιτάχυνε), sped => επιτάχυνε,