Greek Meaning of accendible
εύφλεκτο
Other Greek words related to εύφλεκτο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of accendible
- accendibility => προσβασιμότητα
- accend => ανάβω
- accelerometer => επιταχυνσιόμετρο
- accelerograph => επιταχυντιογράφος
- acceleratory => επιταχυντικός
- accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού
- accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης
- accelerator => επιταχυντής
- accelerative => επιταχυντικός
- acceleration unit => Μονάδα επιτάχυνσης
Definitions and Meaning of accendible in English
accendible (a.)
Capable of being inflamed or kindled; combustible; inflammable.
FAQs About the word accendible
εύφλεκτο
Capable of being inflamed or kindled; combustible; inflammable.
No synonyms found.
No antonyms found.
accendibility => προσβασιμότητα, accend => ανάβω, accelerometer => επιταχυνσιόμετρο, accelerograph => επιταχυντιογράφος, acceleratory => επιταχυντικός,