FAQs About the word insuring

ασφάλιση

of Insure

διαβεβαιωτικός,διασφαλίζοντας,εγγυάται,προστασία,διαβεβαιώνοντας,πιστοποίηση,σύσφιξη,εγγυημένος,γλάσο,υπόσχεση

απονομευτικά,εξασθένιση,αποδυναμωτικό

insurgent => αντάρτης, insurgency => Εξέγερση, insurgence => εξέγερση, insurer => ασφαλιστική, insured person => ασφαλισμένος,