FAQs About the word indexer

ευρετήριο

someone who provides an indexOne who makes an index.

Δείκτης,βελόνα,μετρητής,χέρι,δείκτης,καντράν,Πρόσωπο,μετρητής

Διαγραφή

indexed => ευρετηριασμένο, indexation => ευρετηρίαση, index register => Μητρώο ευρετηρίου, index of refraction => δείκτης διάθλασης, index number => δείκτης αριθμός,