Greek Meaning of marshaled

οδήγησε

Other Greek words related to οδήγησε

Definitions and Meaning of marshaled in English

Webster

marshaled (imp. & p. p.)

of Marshal

FAQs About the word marshaled

οδήγησε

of Marshal

διατεταγμένος,κινητοποιημένος,συγκεντρώθηκε,οργανωμένος,συγκεντρωμένοι,καλούμενος,ενεργοποιημένο,ομαδοποιημένα,παραγγελθέντα,τηλεφώνησε

αποστρατευθεί,απολυμένος,ακατάστατος,ανοργάνωτος,διακοπή,διαταραγμένος,Χώρισαν,απενεργοποιημένο,αποστρατευμένος,αποδιοργανωμένος

marshal tito => Μαρεσάλης Τίτο, marshal saxe => Στρατάρχης Σας, marshal => μαρσάλ, marsh wren => Σουσουράδα, marsh trefoil => Τριφύλλι των βάλτων,