Greek Meaning of codicillary

κωδικικός

Other Greek words related to κωδικικός

Definitions and Meaning of codicillary in English

Webster

codicillary (a.)

Of the nature of a codicil.

FAQs About the word codicillary

κωδικικός

Of the nature of a codicil.

σκωληκοειδής απόφυση,παράρτημα,μεταγραφή,επίλογος,συμπλήρωμα,Συνοδεία,πρόσθεση,Κώδικας,συμπλήρωμα,Συμπέρασμα

πρόλογος,Εισαγωγή,πρόλογος,Πρόλογος,Πρόλογος

codicil => Κωδικέλλος, codices => Κώδικες, codical => κωδικοποιημένος, codiaeum variegatum => Κρότωνας ο ποικιλόχρωμος, codiaeum => Κρότων,