Greek Meaning of vagrancy
αλητεία
Other Greek words related to αλητεία
- ιδιοτροπία
- μέλισσα
- ιδιοτροπία
- ιδιοτροπία
- μπιέλα
- φανταστικός
- φανταχτερός
- φαντασία
- τέρας
- χιούμορ
- κόμπος
- σκουλήκι
- ημικρανία
- έννοια
- σκέψη
- ιδιοτροπία
- ιδιοτροπία
- ιδιόρρυθμος
- φαντασία
- Μια μέλισσα στο καπέλο
- Καταιγισμός ιδεών
- εγωισμός
- έννοια
- σύλληψη
- ιδιαιτερότητα
- εικόνα
- παρορμητικότητα
- εντύπωση
- έμπνευση
- Φαντασία
- εικόνα
Nearest Words of vagrancy
Definitions and Meaning of vagrancy in English
vagrancy (n)
the state of wandering from place to place; having no permanent home or means of livelihood
vagrancy (n.)
The quality or state of being a vagrant; a wandering without a settled home; an unsettled condition; vagabondism.
FAQs About the word vagrancy
αλητεία
the state of wandering from place to place; having no permanent home or means of livelihoodThe quality or state of being a vagrant; a wandering without a settle
ιδιοτροπία,μέλισσα,ιδιοτροπία,ιδιοτροπία,μπιέλα,φανταστικός,φανταχτερός,φαντασία,τέρας ,χιούμορ
No antonyms found.
vagous => αόριστος, vagn walfrid ekman => Βάγκνερ Βάλφριντ Έκμαν, vaginula => δεν υπάρχει, vagile => ευκίνητος, vagary => ιδιοτροπία,