Greek Meaning of vagrantly

αλήτης

Other Greek words related to αλήτης

Definitions and Meaning of vagrantly in English

Webster

vagrantly (adv.)

In a vagrant manner.

FAQs About the word vagrantly

αλήτης

In a vagrant manner.

νομάδας,νομαδικός,περιπλανώμενος,Εξωτερικός Ασθενής,περιπλανώμενος,φυγάς,περιπλανώμενος,περιπλανώμενος,μετανάστης,μεταναστευτικό

εγκαταστημένος,όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,Ακίνητος,ακόμα

vagrant => αλήτης, vagrancy => αλητεία, vagous => αόριστος, vagn walfrid ekman => Βάγκνερ Βάλφριντ Έκμαν, vaginula => δεν υπάρχει,