Greek Meaning of inflicting
επιβάλλοντας
Other Greek words related to επιβάλλοντας
Nearest Words of inflicting
Definitions and Meaning of inflicting in English
inflicting (p. pr. & vb. n.)
of Inflict
FAQs About the word inflicting
επιβάλλοντας
of Inflict
φέρνοντας,Δημιουργώντας,Επιβολή,επιβλητικός,πραγματοποιούντας,συνεπάγοντας,δημιουργώντας,επαγωγική,επικαλούμενο,κατασκευή
No antonyms found.
inflicter => αυτουργός, inflicted => Επιβληθείσα, inflict => επιβάλλω, inflexure => κάμψη, inflexive => άκλιτος,