FAQs About the word wishing

επιθυμούντος

a specific feeling of desireof Wish, a. & n. from Wish, v. t.

επιβολή,Επιβολή,επιβλητικός,επιβάλλοντας,Πάλμη,συνεπάγοντας,εμπαίζω,ρίχνω κάτι σε κάποιον,εκχώρηση,πλαστογραφία

No antonyms found.

wishfulness => Ευχολόγιο, wishfully => επιθυμητά, wishful thinking => ευσεβής πόθος, wishful thinker => αεροπόρος, wishful => επιθυμικό,