Greek Meaning of stacked (up)

στοιβαγμένο

Other Greek words related to στοιβαγμένο

Definitions and Meaning of stacked (up) in English

stacked (up)

measure up, compare, to add up, measure up sense 2, compare

FAQs About the word stacked (up)

στοιβαγμένο

measure up, compare, to add up, measure up sense 2, compare

συσσωρευμένος,συλλεγμένοι,στοιβάζω,συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος,συλλεγέν,συμπυκνωμένος,σφιχτοδεμένο,συσσωματωμένος

διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,διασκορπισμένος

stack up (against or with) => Συσσωρεύω (εναντίον ή με), stack (up) => στοίβα (πάνω), stabs in the back => μαχαιριές στην πλάτη, stabs => μαχαιριές, stabled => στάβλισμα,