Greek Meaning of piled (up)
στοιβάζω
Other Greek words related to στοιβάζω
Nearest Words of piled (up)
- pile (up) => στοιβάζομαι (πάνω)
- pilasters => παραστάδες
- piking (out or off) => χτυπώντας
- piking => τρύπημα
- pikes (out or off) => (αιχμές (εκτός ή εκτός))
- pikes => λούτσοι
- piker => τσιγκούνης
- pikemen => λόγχη
- piked (out or off) => Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- pike (out or off) => τρυπάω (έξω ή μακριά)
Definitions and Meaning of piled (up) in English
piled (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word piled (up)
στοιβάζω
συσσωρευμένος,συλλεγμένοι,στοιβαγμένο,συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος,συλλεγέν,συμπυκνωμένος,σφιχτοδεμένο,συσσωματωμένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,διασκορπισμένος
pile (up) => στοιβάζομαι (πάνω), pilasters => παραστάδες, piking (out or off) => χτυπώντας, piking => τρύπημα, pikes (out or off) => (αιχμές (εκτός ή εκτός)),