Greek Meaning of pikemen

λόγχη

Other Greek words related to λόγχη

Definitions and Meaning of pikemen in English

pikemen

a soldier armed with a pike

FAQs About the word pikemen

λόγχη

a soldier armed with a pike

Τοξότες,συνομόσπονδοι,Ηπειρωτικός Στρατός,Τοξότες,Φρουροί,Λογχοφόροι,οπλίτες πολιτοφυλακής,Σωματοφύλακες,Τυφεκιοφόροι,Δορυφόροι

Πολίτες

piked (out or off) => Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος), pike (out or off) => τρυπάω (έξω ή μακριά), pigskins => δέρμα γουρουνιού, pigs out => Γουρούνια έξω, pigs => γουρούνια,