Greek Meaning of marines
Πεζοναύτες
Other Greek words related to Πεζοναύτες
- Πυροβολητής
- Πυροβολητές
- κομάντο
- καταδρομείς
- πεζικό
- "Πεζοναύτες"
- Σωματοφύλακες
- επιδρομείς
- Δασοφύλακες
- Τυφεκιοφόροι
- Τοξότες
- Καραμπινιέροι
- ιππότες
- Ιππείς
- συνομόσπονδοι
- Τοξότες
- κουρασσιέροι
- ζύμη
- δραγουνάριος
- πεζοί στρατιώτες
- footmen
- γρυλίσματα
- Φρουροί
- Κανονιέρηδες
- Λογχοφόροι
- Υπονομευτές
- στρατιώτες
- πολεμιστές
- Καραμπινιέροι
- Ηπειρωτικός Στρατός
- Σκυλομούρες
- Ομοσπονδιακοί
- αγωνιστές
- Στρατιώτες
- λεγεωνάριοι
- λεγεωνάριοι
- Άνδρες με όπλα
- οπλίτες πολιτοφυλακής
- λεπτολεπτολόγοι
- λόγχη
- τακτικοί πελάτες
- στρατιώτες
- Υπηρέτριες
- Δορυφόροι
- Στρατιώτες
Nearest Words of marines
Definitions and Meaning of marines in English
marines (n)
an amphibious division of the United States Navy
members of a body of troops trained to serve on land or at sea
FAQs About the word marines
Πεζοναύτες
an amphibious division of the United States Navy, members of a body of troops trained to serve on land or at sea
Πυροβολητής,Πυροβολητές,κομάντο,καταδρομείς,πεζικό,"Πεζοναύτες",Σωματοφύλακες,επιδρομείς,Δασοφύλακες,Τυφεκιοφόροι
Πολίτες
marinership => ναυτιλία, mariner's compass => πυξίδα πλοήγησης, mariner => ναυτικός, marineland => Marineland, marined => μαριναρισμένος,