FAQs About the word foot soldiers

πεζοί στρατιώτες

a person likened to an infantryman especially in doing active and usually unglamorous work in support of an organization or movement, infantryman

εργάτες,πιόνια,εργάτες,τσιράκια,Λάρβες,αγρότες,εργαζόμενοι,δουλοπάροικοι,γρυλίσματα,δουλοπάροικοι

τεμπέληδες,shirkers,Γυμνοσάλιαγκες,τεμπέλης

foot (up) => Πόδι (πάνω), foot (it) => πόδι (το), fooling around => χαβαλές, fooled around => ανόητα, fool (with) => κοροϊδεύω (κάποιον),