Greek Meaning of piking (out or off)

χτυπώντας

Other Greek words related to χτυπώντας

Definitions and Meaning of piking (out or off) in English

piking (out or off)

No definition found for this word.

FAQs About the word piking (out or off)

χτυπώντας

κόψιμο,αναχωρούντος,αποκτώντας,πηγαίνω,μετακινούμενο,Τραβώντας,Απογείωση,απελευθέρωση,να εκνευρίζω,φεύγω τρέχοντας

Άφιξη,ερχομένων,εναπομείναν,Φαίνεται,ανατέλλωντας,μόνιμος,προσεγγίζοντας,κλείσιμο,κατοικία,διαμονή

piking => τρύπημα, pikes (out or off) => (αιχμές (εκτός ή εκτός)), pikes => λούτσοι, piker => τσιγκούνης, pikemen => λόγχη,