Greek Meaning of bailing

εγγύηση

Other Greek words related to εγγύηση

Definitions and Meaning of bailing in English

Webster

bailing (p. pr. & vb. n.)

of Bail

FAQs About the word bailing

εγγύηση

of Bail

αναχωρούντος,αποδραπέτητος,εκκενώνω,φυγόδικος,αποκτώντας,πηγαίνω,μετακινούμενο,διακοπή καπνίσματος,αρχή,έξοδος

Άφιξη,ερχομένων,εναπομείναν,διαμονή,μόνιμος,προσεγγίζοντας,κλείσιμο,κατοικία,χτύπημα,διαμονή

bailiffwick => δικαστικό διαμέρισμα, bailiffship => δικαστικός έμμισθος υπάλληλος, bailiff => δικαστικός επιμελητής, bailie => δήμαρχος, bailey bridge => Γέφυρα Μπέιλι,