Greek Meaning of pushing off

Άνοιγμα

Other Greek words related to Άνοιγμα

Definitions and Meaning of pushing off in English

pushing off

set out

FAQs About the word pushing off

Άνοιγμα

set out

κόψιμο,αναχωρούντος,αποκτώντας,πηγαίνω,μετακινούμενο,Τραβώντας,Απογείωση,απελευθέρωση,φεύγω τρέχοντας,βουητό (μακριά)

Άφιξη,ερχομένων,εναπομείναν,Φαίνεται,ανατέλλωντας,μόνιμος,προσεγγίζοντας,κλείσιμο,κατοικία,διαμονή

pushes on => σπρώχνει, pushes off => Σπρώχνει, pushes around => πιέζει τριγύρω, pushes => σπρώχνει, pushed on => έσπρωξε πάνω,