Greek Meaning of middlingly
μέτρια
Other Greek words related to μέτρια
- εντάξει
- αξιοπρεπώς
- καλό
- καλός
- ωραία
- εντάξει
- με σεβασμό
- επαρκώς
- καλά
- αποδεκτά
- κατάλληλα
- Εντάξει
- κατάλληλα
- σωστά
- εντιμότητας
- ευτυχισμένος
- εντάξει
- μέτρια
- ορθά
- ικανοποιητικά
- μέτριος
- ανεκτός
- εξυπηρετικά
- εύστοχα
- ευπρεπώς
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικά
- ευτυχώς
- κατάλληλα
- ικανοποιητικά
- αρμοδίως
- προσεγμένα
- ικανοποιητικά
- πρέπουσα
- κατάλληλα
- σύμφωνα
Nearest Words of middlingly
- middleweights => μεσαία βάρη
- middles => μέσης
- middle-of-the-roadism => μετριοπάθεια
- middle-of-the-roader => (Κεντρώος)
- middle-agers => μεσήλικες
- middle-ager => μεσήλικας
- middle schools => γυμνάσια
- middle schooler => μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
- middle of the road => στη μέση του δρόμου
- middle of nowhere => Στη μέση του πουθενά
Definitions and Meaning of middlingly in English
middlingly
of medium size, degree, or quality, of middle, medium, or moderate size, degree, or quality, a product produced by milling grain, a wheat milling by-product used in animal feeds, a granular product of grain milling, any of various products of medium quality or size, any of various commodities of intermediate size, quality, or position, a product of wheat milling that is used in animal feeds, mediocre, second-rate, of, relating to, or being a middle class
FAQs About the word middlingly
μέτρια
of medium size, degree, or quality, of middle, medium, or moderate size, degree, or quality, a product produced by milling grain, a wheat milling by-product use
εντάξει,αξιοπρεπώς,καλό,καλός,ωραία,εντάξει,με σεβασμό,επαρκώς,καλά,αποδεκτά
κακός,άσχημα,άρρωστος,ανεπαρκώς,ανεπαρκώς,ανυπόφορα,φτωχά,ανικανοποιητικά,τρομερά,ακατάλληλα
middleweights => μεσαία βάρη, middles => μέσης, middle-of-the-roadism => μετριοπάθεια, middle-of-the-roader => (Κεντρώος), middle-agers => μεσήλικες,