Greek Meaning of effectively
αποτελεσματικά
Other Greek words related to αποτελεσματικά
- κατάλληλα
- σωστά
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικά
- κατάλληλα
- εύστοχα
- κατάλληλα
- καλός
- ευτυχισμένος
- προσεγμένα
- ωραία
- ορθά
- κατάλληλα
- τακτικά
- καλά
- αποδεκτά
- Εντάξει
- εντάξει
- εντιμότητας
- αξιοπρεπώς
- ευπρεπώς
- ευτυχώς
- καλό
- ικανοποιητικά
- αρμοδίως
- εντάξει
- εντάξει
- μέτρια
- με σεβασμό
- ικανοποιητικά
- ικανοποιητικά
- πρέπουσα
- μέτριος
- επαρκώς
- ανεκτός
- σύμφωνα
- εξυπηρετικά
Nearest Words of effectively
Definitions and Meaning of effectively in English
effectively (r)
in an effective manner
in actuality or reality or fact
effectively (adv.)
With effect; powerfully; completely; thoroughly.
FAQs About the word effectively
αποτελεσματικά
in an effective manner, in actuality or reality or factWith effect; powerfully; completely; thoroughly.
κατάλληλα,σωστά,αποτελεσματικά,αποτελεσματικά,κατάλληλα,εύστοχα,κατάλληλα,καλός,ευτυχισμένος,προσεγμένα
τρομερά,φρικτά,ακατάλληλα,λανθασμένα,φτωχά,τρομερά,αβάσταχτος,κακός,άσχημα,απογοητευτικά
effective => αποτελεσματικός, effection => αποτέλεσμα, effecting => αποτελεσματικός, effectible => πραγματοποιήσιμο, effecter => εκτελεστής,