Greek Meaning of tweak
Ρυθμίζω
Other Greek words related to Ρυθμίζω
- προσαρμογή
- Διόρθωση
- αλλοίωση
- τροποποίηση
- αλλαγή
- παραμόρφωση
- Τροποποίηση
- Διαμόρφωση
- Επανασχεδιασμός
- Μεταρρύθμιση
- κανονισμός
- αναθεωρώ
- αναθεώρηση
- μετατόπιση
- Μεταμόρφωση
- αλλαγή
- Παραμόρφωση
- διαφορά
- μετατόπιση
- διακύμανση
- μεταμόρφωση
- μετάλλαξη
- Ταλάντωση
- Ανασυγκρότηση
- Επανατροπή
- διόρθωση
- επανάληψη
- ανακαίνιση
- αντικατάσταση
- ανανέωση
- κριτική
- αναθεώρηση
- υποκατάσταση
- Μεταμόρφωση
- παραλλαγή
Nearest Words of tweak
Definitions and Meaning of tweak in English
tweak (n)
a squeeze with the fingers
tweak (v)
pinch or squeeze sharply
pull or pull out sharply
adjust finely
FAQs About the word tweak
Ρυθμίζω
a squeeze with the fingers, pinch or squeeze sharply, pull or pull out sharply, adjust finely
προσαρμογή,Διόρθωση,αλλοίωση,τροποποίηση,αλλαγή,παραμόρφωση,Τροποποίηση,Διαμόρφωση,Επανασχεδιασμός,Μεταρρύθμιση
προσήλωση,σταθεροποίηση
twayblade => οφρύς, twang => Τουάνγκ, twain => δύο, twaddler => φλύαρος, twaddle => φλυαρίες,