FAQs About the word unskilled person

Ανεπαρκώς ειδικευμένο άτομο

a person who lacks technical training

No synonyms found.

No antonyms found.

unskilled => ανειδίκευτος, unskill => ανειδίκευτος, unsized => ακατάλληλος, unsitting => μη καθισμένος, unsisting => αδιάλλακτος,