FAQs About the word waked

ξύπνιος

of Wake

διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνησα,διεγερμένος,ξύπνησε,διαταραγμένος,ενθουσιασμένος,έγκυος,ανυψωμένο

Γαλήνεψε,υπνωτισμένος,μαγεμένος

wakeboard => σανίδα wakeboard, wake up => ξυπνήσω, wake island => Νήσος Γουέικ, wake board => Wakeboard, wake => ξυπνάω,