Greek Meaning of wake up
ξυπνήσω
Other Greek words related to ξυπνήσω
- ξυπνώ
- ξύπνιος
- ξυπνώ
- ξυπνήσω
- διεγείρω
- ανακατεύω
- ενισχύω
- τζαζάρω
- αναζωογονώ
- ενθαρρύνω
- χτυπάω
- φερμουάρ
- ενεργοποιώ
- ενεργοποιώ
- κινούμενη εικόνα
- σιδεράκια
- οδήγηση
- ηλεκτροδοτώ
- ενεργοποιώ
- ζωντανεύω
- ψιλοχτύπημα
- φωτιά
- γαλβανίζω
- παρορμώ
- παροτρύνω
- αναζωογονώ
- φορτίζω
- εκκίνηση
- παρακινεί
- κίνητρο
- κινώ
- προωθώ
- προκαλώ
- επιταχύνω
- ανυψώνω
- ξεκινώ
- αιχμή
- σκανδάλη
- ανάβω
- ζωογονώ
- αναζωογονώ
- τζίντζερ (πάνω)
- υποκινώ
- ενισχύω
- Σημαδούρα
- χρέωση
- ζητωκραυγές
- ενθαρρύνω
- Α ανάβω
- Διέγερση
- Ζύμωση
- Υποστηρίζω
- οχυρώνω
- ενθαρρύνω
- φλεγμόνω
- εγχέω
- Εμπνέω
- υποκινώ
- ανάβω
- ασανσέρ
- συγκέντρωση
- Ενεργοποίηση εκ νέου
- αναζωογονώ
- ξαναζωντανεύω
- ξυπνώ ξανά
- επαναφόρτιση
- Αναψυχή
- Ανανεώνω
- αναγεννώ
- αναζωογονώ
- αναζωογονώ
- Αναζωπυρώνω
- ανανεώνω
- ανασταίνω
- ανάνηψη
- αναζωογονώ
- αναβιώνω
- σπινθήρας
- Χάλυβας
- ενισχύω
- Αναφλέγω
- Επαναδιεγείρω
- Επαγγελματική εξουθένωση
- έλεγχος
- υγρός
- υγραίνω
- αποδυναμώνω
- αποχέτευση
- βαρετό
- εξάτμιση
- Παρακώλυση
- Νοκάουτ
- υπονομεύω
- Πλύσιμο
- φοράω
- φθείρω
- κουρασμένος
- Πεζοδρόμιο
- εξασθενίζω
- αποθαρρύνω
- εξασθενίζω
- αποδυναμώνω
- κούραση
- αναστέλλω
- σβήνω
- καταπιέζω
- Αναχαιτίζω
- χυμός
- αργός
- ακόμα
- ακροβατικό
- καταπιέζω
- εξασθενώ
- κουρασμένος
- εκφοβίζω
- απογοήτευω
- Αποθαρρύνω
- νεφρίτης
Nearest Words of wake up
Definitions and Meaning of wake up in English
wake up (v)
cause to become awake or conscious
stop sleeping
FAQs About the word wake up
ξυπνήσω
cause to become awake or conscious, stop sleeping
ξυπνώ,ξύπνιος,ξυπνώ,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ενισχύω,τζαζάρω,αναζωογονώ,ενθαρρύνω
Επαγγελματική εξουθένωση,έλεγχος,υγρός,υγραίνω,αποδυναμώνω,αποχέτευση,βαρετό,εξάτμιση,Παρακώλυση,Νοκάουτ
wake island => Νήσος Γουέικ, wake board => Wakeboard, wake => ξυπνάω, wakashan language => Γλώσσα wakashan, wakashan => wakashan,