FAQs About the word awoke

ξύπνησα

of Awake, of Awake

διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνησε,κουνήθηκε,διαταραγμένος,ενθουσιασμένος,έγκυος

Γαλήνεψε,υπνωτισμένος,μαγεμένος

awny => αριστέ, awnless bromegrass => Αφυσόκριθο, βρώμος ο άφυλος, awnless => άκονος, awninged => με τέντα, awning deck => Τέντα καταστρώματος,