FAQs About the word ax

τσεκούρι

an edge tool with a heavy bladed head mounted across a handle, chop or split with an ax, terminateAlt. of Axe, To ask; to inquire or inquire of.

απόλυση,αναστολή εργασίας,Σακί,μπότα,κλείσιμο,εκφόρτιση,απόλυση,απόλυση,πλεονασμός,πουλί

επιστροφή κλήσης,ανάκληση,Επαναπρόσληψη,επαναπρόσληψη,Επανάληψη

awsome => φοβερός, awry => στραβά, awrong => λάθος, awreke => Αβρέκε, awreak => εκδικήσω,