FAQs About the word awol

Α.Ω.Λ.

one who is away or absent without leave, absent without permission

απών,πήγε,χαμένος,έξω,κοπανατζής,στο εξωτερικό,μακριά,αποθανών,συνταξιούχος,διακοπές

παρών,εδώ,συμμετέχων,παρόν,συνοδευτικός,σε

awoken => ξύπνιος, awoke => ξύπνησα, awny => αριστέ, awnless bromegrass => Αφυσόκριθο, βρώμος ο άφυλος, awnless => άκονος,