FAQs About the word vacationing

διακοπές

the act of taking a vacation

στο εξωτερικό,συνταξιούχος,αποθανών,πήγε,απών,μακριά,Α.Ω.Λ.,χαμένος,έξω,κοπανατζής

εδώ,σε,παρόν,παρών,συμμετέχων,συνοδευτικός

vacationer => παραθεριστής, vacation spot => Τουριστικό θέρετρο, vacation home => εξοχικό, vacation => διακοπές, vacating => εκκένωση,