Greek Meaning of vacantly
αφηρημένα
Other Greek words related to αφηρημένα
Nearest Words of vacantly
Definitions and Meaning of vacantly in English
vacantly (r)
in a vacant manner
vacantly (adv.)
In a vacant manner; inanely.
FAQs About the word vacantly
αφηρημένα
in a vacant mannerIn a vacant manner; inanely.
άγονο,απαλλαγμένος,άδειος,Γυμνός,κενό,Καθαρός,στραγγισμένος,αδειασμένος,σκληρός,κενός
ολοκληρωμένο,γεμάτος,γεμάτος,επιπλωμένος,κατειλημμένος,προσφέρονται,πλήρης,δοθείς,FLUSH,υπερχειλίζων
vacant lot => οικόπεδο, vacant => ελεύθερος, vacancy rate => Ποσοστό κενού, vacancy => κενή θέση, vacancies => κενές θέσεις,