FAQs About the word reemployment

Επαναπρόσληψη

to employ (someone or something) again

επιστροφή κλήσης,ανάκληση,επαναπρόσληψη,Επανάληψη

τσεκούρι,τσεκούρι,εκφόρτιση,απόλυση,αναστολή εργασίας,απόλυση,απόλυση,πλεονασμός,πουλί,μπότα

re-employing => Επανάπροσληψη, reemploying => Επανάληψη εργασίας, re-employed => Επαναπροσληφθείς, reemployed => επαναπροσληφθείς, reemploy => Επαναπρόσληψη,