Greek Meaning of reemploy
Επαναπρόσληψη
Other Greek words related to Επαναπρόσληψη
Nearest Words of reemploy
- reemployed => επαναπροσληφθείς
- re-employed => Επαναπροσληφθείς
- reemploying => Επανάληψη εργασίας
- re-employing => Επανάπροσληψη
- reemployment => Επαναπρόσληψη
- reemployments => Επαναπροσλήψεις
- re-employments => επαναπροσλήψεις
- reenacted => επανακαθιερώθηκε
- reencounter => Επανασύνδεση
- re-encountered => Επανσυνάντησε
Definitions and Meaning of reemploy in English
reemploy
to employ (someone or something) again
FAQs About the word reemploy
Επαναπρόσληψη
to employ (someone or something) again
προσλαμβάνω,προσλαμβάνω,εργασία,συνεργάτης,Πληρώνω,στρατολογώ,επαναπροσλαμβάνω,επαναπρόσληψη,διατηρώ,Εγγραφή (πάνω ή εμπρός)
τσεκούρι,τσεκούρι,μπορώ,εκφόρτιση,απολύω,φωτιά,Σακί,απόλυση,αναστολή εργασίας,αποκλεισμός
reels => μπομπίνες, reeling off => ασταθής, reeled off => Ξετυλίχτηκε, reeks => Βρομά, reeducating => επανεκπαίδευση,