Greek Meaning of re-encountering

επανασυνάντηση

Other Greek words related to επανασυνάντηση

Definitions and Meaning of re-encountering in English

re-encountering

to encounter (someone or something) again

FAQs About the word re-encountering

επανασυνάντηση

to encounter (someone or something) again

συγκρουόμενο (με),συντριβή (σε),διασταύρωση,κτύπημα (πάνω),φωτισμός (σε),επανασύνδεση,κυλιέμαι,αντιπαράθεση,διασταυρούμενη,απέναντι

αποφυγή,αποδραπέτητος,αποφευκτικός,Τρέμουλο,Αποφυγή,Κάμπτω,εύπλαστος,αποφυγή

re-encountered => Επανσυνάντησε, reencounter => Επανασύνδεση, reenacted => επανακαθιερώθηκε, re-employments => επαναπροσλήψεις, reemployments => Επαναπροσλήψεις,