FAQs About the word drowsed

νυσταγμένος

of Drowse

νύσταξε,υπνάκος,ξεκούραστος,ύπνος γάτας,ανεβασμένο,χαλαρός,αποκοιμήθηκε,άφησε σε ηρεμία,ξαπλωμένος,τοποθετημένο

προέκυψε,διεγερμένος,ξύπνιος,ξύπνιος,ξύπνησα,σηκώθηκε,τριαντάφυλλο,διεγερμένος,ξύπνησε,ξυπνάω

drowse off => Νυστάζω, drowse => νυστάζω, drowning => πνιγμός., drowner => πνιγμένος, drowned => πνιγμένος,