FAQs About the word drovers

βοσκοί

one who drives cattle or sheep, a person who drives cattle or sheep

κτηνοτρόφοι,βοσκοί,Ποιμένες,βοσκοί,ιππείς,κτηνοτρόφοι,κτηνοτρόφοι,Καουμπόηδες,Κτηνοτρόφοι,γκάουτσο

No antonyms found.

drove (away or off) => οδήγησε (μακριά ή έφυγε), drouths => ξηρασία, droughts => ξηρασίες, droshkies => άμαξες, drops out (of) => εγκαταλείπει (κάτι),