FAQs About the word leeringly

ειρωνικά

In a leering manner.

μάτι,κάνω νάζια,κοιτάζω επίμονα,κοιτώ επίμονα,χασμουρητό,κοιτάζω,Ματιά,συνάδελφος,λάμψη,Γυαλιά κολύμβησης

No antonyms found.

leering => Τσιμιτώντας, leered => κάρφωσα, leere => άδειος, leer => Σβήνω, leep => λιπ,