FAQs About the word aphoristically

Αφοριστικά

In the form or manner of aphorisms; pithily.

σύντομα,σφιχτά,περιεκτικά,τραγανός,σύντομα,ελλειπτικά,λακωνικά,με περιεκτικό τρόπο,διδακτικά,περιληπτικά

διάχυτα,εκτενώς,πολυλογίας,μακρυγoρήγητα,Περιττά,επανειλημμένα

aphoristical => αφοριστικός, aphoristic => αφοριστικός, aphorist => Αφοριστής, aphorismic => αφοριστικός, aphorismer => αφοριστής,